- θιασώτης
- οθηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, -ιδος) [θίασος]ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχοςαρχ.1. μέλος θρησκευτικού θιάσου2. λάτρης, πιστός3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής4. (για τον Βάκχο) αρχηγός θιάσων.
Dictionary of Greek. 2013.