θιασώτης

θιασώτης
ο
θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, -ιδος) [θίασος]
ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος
αρχ.
1. μέλος θρησκευτικού θιάσου
2. λάτρης, πιστός
3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής
4. (για τον Βάκχο) αρχηγός θιάσων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θιασώτης — member of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτης — ο οπαδός κάποιας ιδέας, φανατικός υποστηριχτής, θαυμαστής, λάτρης: Η άποψη αυτή έχει πολλούς θιασώτες. – Είμαι θιασώτης της ευρωπαϊκής ιδέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιασωτῶν — θιασώτης member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασῶται — θιασώτης member of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώταις — θιασώτης member of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτην — θιασώτης member of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτου — θιασώτης member of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτῃ — θιασώτης member of a masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτις — η (Α θιασῶτις) βλ. θιασώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*] …   Dictionary of Greek

  • θιασώτας — θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc acc pl θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”